τέρμονι

τέρμονι
τέρμων
boundary
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τέρμονας — ο /τέρμων, ονος, ΝΑ νεοελλ. 1. σύνορο αγρού 2. καθεμιά από τις γλυπτές διακοσμήσεις τού άβακα τής πρύμνης, τα στολίδια τού αϊνά αρχ. 1. όριο, σύνορο 2. τέρμα, όριο 3. φράχτης 4. χείλος, γύρος («ὅν ἐξαμιλλησάμενος τροχῷ τέρμονι δίσκου ἔκανε… …   Dictionary of Greek

  • τέρμον' — τέρμονα , τέρμων boundary masc acc sg τέρμονι , τέρμων boundary masc dat sg τέρμονε , τέρμων boundary masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”